φοῦρνος — furnus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φούρνος — ο / φοῡρνος, ΝΜΑ θολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών νεοελλ. 1. φουρνάρικο, αρτοποιείο 2. το ειδικό μέρος τής συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο 4. εστία ατμολέβητα 5. τεχνολ. κοινή ονομασία τού… … Dictionary of Greek
φουρνός — ο, Ν. ζωολ. κοινή ονομασία είδους βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φρύνος, με τροπή τού ν σε ον (πρβλ. και φροῦνος), μετάθεση τού ρ (πρβλ. και φούρνα) και καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
φοῦρνε — φοῦρνος furnus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοῦρνον — φοῦρνος furnus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φούρνοις — φοῦρνος furnus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φούρνου — φοῦρνος furnus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φούρνους — φοῦρνος furnus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φούρνῳ — φοῦρνος furnus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek